- αμηχανία
- η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος]απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώριανεοελλ.δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμόςαρχ.έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμηχανία — ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc/acc dual ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίᾳ — ἀμηχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η δύσκολη θέση, στενοχώρια, απορία: Αρκετό καιρό τώρα βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμηχανίας — ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem acc pl ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαι — ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαν — ἀμηχανίᾱν , ἀμηχανία want of means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανιῶν — ἀμηχανία want of means fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαις — ἀμηχανία want of means fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίη — ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίην — ἀμηχανία want of means fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)